-
1 συμβουλευτικός
η, ό[ν]1) поучающий, назидательный; 2) совещательный;συμβουλευτικόςή ψήφος — совещательный голос;
3) консультативный;θέσις συμβουλευτικόςή — должность консультанта
-
2 совещательный
совещательный συμβουλευτικός; \совещательный голос о συμβουλευτικός ψήφος* * *совеща́тельный го́лос — ο συμβουλευτικός ψήφος
-
3 совещательный
совеща||тельныйприл συμβουλευτικός:\совещательныйтельный голос ἡ συμβουλευτική ψήφος. -
4 совещательный
επ.της σύσκεψης•-ая комната αίθουσα συσκέψεων.
|| συμβουλευτικός•совещательный голос συμβουλευτική ψήφος.
См. также в других словарях:
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
συμβουλευτικός — ή, ό / συμβουλευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβουλεύω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («νόμος συμβουλευτικός... οὐ βιαστικός», Πλάτ.) 2. (ρητ.) (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο… … Dictionary of Greek